- τρυγέρανος
- ὁ, Α1. άγνωστο ζώο ή πτηνό το οποίο, σύμφωνα με την παράδοση, επρόκειτο να σταλεί στον Σέλευκο ως αντάλλαγμα για την τίγρη που αυτός πρώτος είχε στείλει2. (κατά τον Ησύχ.) «φασματι ἐοικώς».[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, ο τ. έχει προέλθει από ένα αμάρτυρο *τρυγονο-γέρανος (< τρυγών, -όνος + γερανός) με απλολογία, ενώ, κατ' άλλη άποψη, έχει σχηματιστεί με λογοπαίχνιο από τις λ. τρυγῶ και ἔρανος].
Dictionary of Greek. 2013.