τρυγέρανος

τρυγέρανος
ὁ, Α
1. άγνωστο ζώο ή πτηνό το οποίο, σύμφωνα με την παράδοση, επρόκειτο να σταλεί στον Σέλευκο ως αντάλλαγμα για την τίγρη που αυτός πρώτος είχε στείλει
2. (κατά τον Ησύχ.) «φασματι ἐοικώς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, ο τ. έχει προέλθει από ένα αμάρτυρο *τρυγονο-γέρανος (< τρυγών, -όνος + γερανός) με απλολογία, ενώ, κατ' άλλη άποψη, έχει σχηματιστεί με λογοπαίχνιο από τις λ. τρυγῶ και ἔρανος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τρυγέρανος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυγέρανον — τρυγέρανος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”